θλάσεως

θλάσεως
θλάσεω̆ς , θλάσις
crushing
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θλάση — η (ΑΜ θλάσις) [θλω] σπάσιμο, συντριβή, θραύση, ρήξη, σύνθλιψη, κομμάτιασμα, τσάκισμα νεοελλ. 1. ιατρ. ρήξη τών ιστών, χωρίς λύση τής συνέχειας τού δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται συνήθως από εκχυμώσεις ή εσωτερική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”